-
1 εὐ-μάθεια
εὐ-μάθεια, ἡ, u. εὐμαϑία, ion. εὐμαϑίη, Leichtigkeit im Lernen u. Auffassen, εὐμαϑία κάλλιον ἢ δυςμαϑία Plat. Charm. 159 d, wo es nachher durch ταχέως μανϑάνειν erkl. wird; εὐμαϑία καὶ μνήμη Men. 88 a; Rep. VI, 490 c εὐμάϑεια u. μνήμη; in anderen Stellen schwankt die Lesart; – εὐμαϑίη, Crinag. 4 (VI, 227); Leon. Al. 20 (VI, 325); Apollnds. 22 (IX, 280).
См. также в других словарях:
ευμάθεια — η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) [ευμαθής] 1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.) 2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων 3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση … Dictionary of Greek